Επιστολή του Γ.Γ. της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας κ. Βασίλειου Χ. Πετράκου σχετικά με τα δημοσιεύματα που αφορούν στην «ανακάλυψη του θρόνου του Αγαμέμνονα»
ΕΠΙΣΗΣ 8/12/2015 η επιστολή, του καθηγητή Χριστοφίλη Μαγγίδη, πρόεδρο του Μυκηναϊκού Ιδρύματος. Αφού εξέφρασε την έκπληξή του για το δελτίο Τύπου του υπουργείου Πολιτισμού, που αφορούσε την επιστολή του γενικού γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας και της Ακαδημίας Αθηνών, Βασίλειου Χ. Πετράκου, σχετικά με τα δημοσιεύματα που μιλούν περί «ανακαλύψεως του θρόνου του Αγαμέμνονα», διατυπώνει ευθείες βολές εναντίον του.
Το τμήμα του θρόνου βρέθηκε στην κοίτη του αρχαίου ποταμού Χάβου.
Σύμφωνα με την «Real News» το τμήμα του βασιλικού θρόνου βρέθηκε σε απόσταση μόλις λίγων μέτρων από την Ακρόπολη των Μυκηνών. Το βάρος του ξεπερνά τα 50 κιλά και χρονολογείται από τον 13ο αιώνα π.Χ.
Η ακρόπολη και δεξιά ο Χάβος ποταμός |
Το τμήμα του θρόνου, το οποίο βρίσκεται κρυμμένο ενάμιση χρόνο στις αποθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου των Μυκηνών, βρέθηκε τυχαία τον Ιούνιο του 2014 στο περιθώριο της ανασκαφής της Κάτω Πόλης των Μυκηνών.
Οι ανασκαφές στην Κάτω Πόλη |
ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΘΡΟΝΟΥ ΠΟΥ ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΚΑΙ ΔΕΞΙΑ Ο ΘΡΟΝΟΣ ΣΤΗΝ ΚΝΩΣΟ |
Από τις ανασκαφές στην Κάτω Πόλη |
Η σπουδαία ανακάλυψη για την οποία σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «Real News» έχει ενημερωθεί το υπουργείο Πολιτισμού, ενδέχεται να αναδειχθεί σε ένα από τα πιο λαμπρά κληροδοτήματα του μυκηναϊκού πολιτισμού.
Από τις ανασκαφές στην Κάτω Πόλη |
Από τα ευρήματα στην Κάτω Πόλη |
Από τα ευρήματα στην Κάτω Πόλη |
ΟΙ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΤΙΣ ΜΥΚΗΝΕΣ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕ Η ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ ΤΟΥ 2014 ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΚΗ
7/12/2015 ΥΠ ΠΟ
Επιστολή του Γ.Γ. της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας κ. Βασίλειου Χ. Πετράκου σχετικά με τα δημοσιεύματα που αφορούν στην «ανακάλυψη του θρόνου του Αγαμέμνονα»
Με αφορμή δημοσιεύματα στον Τύπο σχετικά με την «ανακάλυψη του θρόνου του Αγαμέμνονα», ο Γ.Γ. της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και της Ακαδημίας Αθηνών, κ. Βασίλειος Χ. Πετράκος, ως Διευθυντής των ανασκαφών της Αρχαιολογικής Εταιρείας στις Μυκήνες, απέστειλε στο ΥΠΠΟΑ την κάτωθι επιστολή:
«Έχω την τιμή να σας γνωστοποιήσω ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας κατόπιν των δημοσιευμάτων στον Τύπο περί «ανακαλύψεως του θρόνου του Αγαμέμνονος» στις Μυκήνες συνέστησε Επιτροπή εκ του υπογραφόμενου, της Συμβούλου κυρίας Ντόρας Βασιλικού και του Ερευνητού της Ακαδημίας Αθηνών κ. Κωνσταντίνου Καλογερόπουλου για να εξετάσουν το ζήτημα και να γνωματεύσουν σχετικώς.
Ο εκ των μελών της Επιτροπής υπογραφόμενος είναι Έφορος Αρχαιοτήτων ε.τ., Ακαδημαϊκός, Γενικός Γραμματεύς της Αρχαιολογικής Εταιρείας από του 1988 και της Ακαδημίας Αθηνών από του 2010. Η κυρία Βασιλικού και ο κ. Καλογερόπουλος είναι διακεκριμένοι αρχαιολόγοι ειδικευμένοι εις την μυκηναϊκή αρχαιολογία με σημαντικά αυτοτελή δημοσιεύματα που αφορούν τον μυκηναϊκό πολιτισμό.
Η Επιτροπή πήγε στις Μυκήνες και εξέτασε επισταμένως τον λίθο ο οποίος, υποθετικώς πάντοτε, ανήκει στον «θρόνο του Αγαμέμνονος» και κατέληξε στο εξής συμπέρασμα:
Ο λίθος, κακής ποιότητος, δύσκολα κατεργαζόμενος και ακατάλληλος για λάξευση και μεταβολή του στο επισημότερο έπιπλο ενός ανακτόρου, έχει διαστάσεις ± 0,55 (μήκος) Χ ± 0,22 (πάχος) Χ ± 0,30 (πλάτος), είναι αποσπασμένος από μεγαλύτερο κομμάτι και φέρει κατεργασία μόνο στη μια όψη, τη θεωρούμενη ως άνω η οποία άνω όψη συνίσταται από μία λεία επίπεδη ταινία στην συμβατικώς λαμβανόμενη ως αριστερή πλευρά. Η ταινία ορίζει τμήμα κοιλώματος βάθους ± 5 εκατοστών.
Τα «ευθύγραμμα ίχνη πρόσφυσης λεπτής επίπεδης λίθινης πλάκας που προφανώς αποτελούσε το ερεισίνωτο του καθίσματος» δεν είναι άλλο από κενό που δημιουργήθηκε από την απόσπαση κροκάλας από τον κακής ποιότητος λίθο. Η λεγόμενη πρόσφυση, (θηλυκό στην οικοδομική ορολογία ή μισοχάραγμα, μόρσο, περαστός, ραμποτέ, στις διάφορες παραλλαγές της τεχνικής αυτής συναρμογής δύο τεμαχίων) δεν αρκεί στατικώς για τη στερέωση ερεισινώτου που δεχόταν όπως είναι φυσικό, ισχυρές πιέσεις.
Το λίθινο αντικείμενο δεν είναι πρωτοφανές. Πρόκειται για τμήμα οικιακού ή βιοτεχνικού σκεύους, λεκάνης, όπως προκύπτει από το βάθος του κοιλώματος, συνηθέστατου ως ευρήματος σε οικισμούς, στρατόπεδα, εργαστήρια.
Ο κ. Μαγγίδης λέγει δια των εφημερίδων ότι το θραύσμα ανήκει στον θρόνο του μεγάρου της ακρόπολης των Μυκηνών και ότι κρημνίστηκε στον Χάβο «περί τα 80 μέτρα νοτίως του μυχού της ακροπόλεως των Μυκηνών που βρίσκεται κάτω ακριβώς από το μυκηναϊκό ανάκτορο». Άρα ο θρόνος ολόκληρος ή το τμήμα του αυτό έπεσε σε ευθεία γραμμή, «κάτω ακριβώς» στον Χάβο από τη θέση στην οποία ήταν ιδρυμένο. Στο δελτίο το οποίο έχει προσαρτήσει στο Μουσείο στο λίθινο αντικείμενο, αναγράφεται Mycenae 20/14 Lower Town, η λεγόμενη Κάτω Πόλη, σε αντίθεση με την ακρόπολη, που τοπογραφικώς, η Lower Town, είναι άλλο από την «κοίτη του Χάβου» όπου λέγεται ότι βρέθηκε ο λίθος. Άρα υπάρχουν δύο τόποι εύρεσης.
Άξιο μνείας είναι ότι ο κ. Μαγγίδης στην επιστολή του λέγει ότι «οι μεγάλες διαστάσεις του [λίθου] καθώς και το σημείο ανεύρεσής του συνηγορούν πως πρόκειται πιθανότατα για τον θρόνο της τελευταίας φάσης του μυκηναϊκού ανακτόρου των Μυκηνών». Σε άλλα σημεία της επιστολής του λέγει ότι «πρόκειται πιθανότατα για τμήμα μεγάλου καθίσματος» και αποδίδει, πάντοτε «πιθανώς», θραύσματα αρχαίων των Μυκηνών, που έχουν βρεθεί σε απομακρυσμένα σημεία του ανακτόρου, στον υποθετικό θρόνο, που μόνο στοιχείο του είναι ένα κοίλωμα που το βάθος του μόνο αποκλείει να ανήκει στο θρόνο. Τέλος, εντελώς αντιδεοντολογικώς, καταλήγει στο βέβαιο συμπέρασμα ότι το εύρημά του είναι «ο μοναδικός έως τώρα ανακαλυφθείς θρόνος μυκηναϊκού ανακτόρου στην ηπειρωτική Ελλάδα» και τον συνδέει με τον θρόνο του Αγαμέμνονος, πρόσωπο ως γνωστόν μυθικό του οποίου η ύπαρξη δεν αποδεικνύεται, ο αείμνηστος Σπύρος Ιακωβίδης την απέρριπτε.
Δεν γνωρίζω ποιος έδωσε στον Τύπο τις πληροφορίες, τα σχέδια και τις φωτογραφίες, πιθανώς πρόσωπο του κύκλου του τομέως ανασκαφής της Κάτω Πόλεως που επιβλέπει , για λογαριασμό της Αρχαιολογικής Εταιρείας ο κ. Μαγγίδης, χωρίς βεβαίως την άδειά της, διότι οι φωτογραφίες του λίθου και το σχέδιο του υποθετικού θρόνου που δημοσιεύτηκαν είναι τα επίσημα της ανασκαφής στοιχεία.
Το Συμβούλιο της Αρχαιολογικής Εταιρείας και η εντεταλμένη Επιτροπή που εξέτασε το ζήτημα, κρίνουν ότι το όλο θέμα αποτελεί ατυχή, εάν δεν είναι σκόπιμη, επιστημονική παρεκτροπή που οφείλεται σε επίδραση άλλης ατυχεστέρας περιπτώσεως που απασχόλησε κυβερνητικούς και επιστημονικούς κύκλους κατά το 2014 – 2015, και μας διέσυρε διεθνώς».
Χρ. Μαγγίδης: Με προσβάλλουν τα περί «λεκάνης»
Πόλεμος μεταξύ αρχαιολόγων ξέσπασε με αφορμή ανακάλυψη λίθινου αντικειμένου στις Μυκήνες.
Αρχικώς ερμηνεύτηκε ως τμήμα του «θρόνου το Αγαμέμνονα», ωστόσο, ο γενικός γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Βασίλειος Πετράκος, διευθυντής των ανασκαφών της εταιρείας στις Μυκήνες, με επιστολή του στο υπ. Πολιτισμού, το αμφισβήτησε υποστηρίζοντας ότι παραπέμπει σε... λεκάνη.
Στο θέμα επανήλθε με δική του επιστολή, ο καθηγητής Χριστοφίλης Μαγγίδης, πρόεδρος του Μυκηναϊκού Ιδρύματος. Αφού εξέφρασε την έκπληξή του για το δελτίο Τύπου του υπουργείου Πολιτισμού, που αφορούσε την επιστολή του γενικού γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας και της Ακαδημίας Αθηνών, Βασίλειου Χ. Πετράκου, σχετικά με τα δημοσιεύματα που μιλούν περί «ανακαλύψεως του θρόνου του Αγαμέμνονα», διατυπώνει ευθείες βολές εναντίον του.
«Η επιτροπή «εμπειρογνωμόνων» της Εταιρείας, αν θέλει, μπορεί να δει τον θρόνο ως «λεκάνη», μπανιέρα, νεροχύτη και όποιο άλλο είδος υγιεινής επιθυμεί, αλλά αυτό πρέπει να το κάνει μετά από την επιστημονική μου δημοσίευση και όχι δια δελτίων τύπου πίσω από την πλάτη μου, αλλά με αντίστοιχη επιστημονική δημοσίευση που να αντικρούει, αν αντέχει, τα ισχυρά επιχειρήματά μου» τονίζει ο κ. Μαγγίδης.
«Αυτό που προξενεί ακόμη μεγαλύτερη απορία κι αγανάκτηση είναι η προσπάθεια της Αρχαιολογικής Εταιρείας μέσω του Γενικού Γραμματέα της να απαξιώσει μια τόσο σημαντική ανακάλυψη χωρίς να σέβεται την επιστημονική δεοντολογία και χωρίς να περιμένει, ως έδει, την επιστημονική δημοσίευση του ευρήματος» αναφέρει επίσης μεταξύ άλλων.
Στη συνέχεια ο κ. Μαγγίδης κάνει λόγο για την επιτροπή «εμπειρογνωμόνων», την οποία σύστησε και απέστειλε στις Μυκήνες ο κ. Β. Πετράκος «εν τη απουσία μου ως ανασκαφέα και υπεύθυνου μελετητή», όπως λέει, με σκοπό να «”εξετάσουν” το εύρημα, το οποίο οι συνεργάτες μου κι εγώ μελετούσαμε επί έναν ολόκληρο χρόνο, και να αποφανθούν “επισταμένως” (εντός δύο ωρών!) διά το άτοπον της ερμηνείας μας, χωρίς όμως να έχουν στη διάθεσή τους τα στοιχεία της μελέτης μας, προβάλλοντας ερασιτεχνικά αντεπιχειρήματα και καταλήγοντας σε πρόχειρο πόρισμα περί “λεκάνης”! Θέλω να υπενθυμίσω στον κ. Πετράκο και στην επιτροπή του ότι καμία “επισταμένη” εξέταση δεν γίνεται εντός ωρών και χωρίς στοιχεία», αναφέρει ο καθηγητής.
Επίσης, ο κ. Μαγγίδης θεωρεί «εξίσου σκανδαλώδες» ότι συνάδελφοί του αρχαιολόγοι δέχτηκαν να συμμετάσχουν, εν αγνοία του και εν τη απουσία του, σε μια τέτοια επιτροπή «που παραβιάζει κατάφωρα τα αναφαίρετα δικαιώματα του κάθε ανασκαφέα-ερευνητή», ενώ κάνει λόγο και για «δυσφημιστικές και απαξιωτικές» προς το πρόσωπό του δηλώσεις «που έγιναν από την κ. Α. Παπαδημητρίου, προϊσταμένη της Εφορείας Αργολίδας, εν τη απουσία μου στο εξωτερικό και εν αγνοία μου, σε ελληνικό ιστότοπο», δηλώσεις για τις οποίες, όπως ενημερώνει, η «υπάιτια θα λογοδοτήσει στη δικαιοσύνη».
Ολόκληρη η επιστολή του καθηγητή Χριστοφίλη Μαγγίδη
«Με έκπληξη ενημερώθηκα σήμερα από την εκπρόσωπο Τύπου του Μυκηναϊκού Ιδρύματος, του οποίου προεδρεύω, για το δελτίο Τύπου του ΥΠΠΟ σχετικά με την ανακάλυψη τμήματος του λίθινου θρόνου του Μυκηναϊκού ανακτόρου στις Μυκήνες από την ομάδα μου στα πλαίσια των ανασκαφών της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας τον Ιούνιο του 2014.
Μου προξενεί απορία πώς το υπουργείο, το οποίο, μολονότι είχε ενημερωθεί για την ανακάλυψη με αναφορά μου στις 27.7.2015, έσπευσε να παραθέσει την αυθαίρετη και αβάσιμη θέση της Αρχαιολογικής Εταιρείας που ανεξήγητα και πρόωρα απορρίπτει την ερμηνεία του ευρήματος ως θρόνου.
Αυτό που προξενεί ακόμη μεγαλύτερη απορία κι αγανάκτηση είναι η προσπάθεια της Αρχαιολογικής Εταιρείας μέσω του Γενικού Γραμματέα της να απαξιώσει μια τόσο σημαντική ανακάλυψη χωρίς να σέβεται την επιστημονική δεοντολογία και χωρίς να περιμένει, ως έδει, την επιστημονική δημοσίευση του ευρήματος.
Ο Γενικός Γραμματέας της Εταιρείας, κ. Β. Πετράκος, σύστησε και απέστειλε στις Μυκήνες επιτροπή «εμπειρογνωμόνων» (εν τη απουσία μου ως ανασκαφέα και υπεύθυνου μελετητή) για να «εξετάσουν» το εύρημα, το οποίο οι συνεργάτες μου κι εγώ μελετούσαμε επί έναν ολόκληρο χρόνο, και να αποφανθούν «επισταμένως» (εντός δύο ωρών!) δια το άτοπον της ερμηνείας μας, χωρίς όμως να έχουν στη διάθεσή τους τα στοιχεία της μελέτης μας, προβάλλοντας ερασιτεχνικά αντεπιχειρήματα και καταλήγοντας σε πρόχειρο πόρισμα περί «λεκάνης»! Θέλω να υπενθυμίσω στον κ. Πετράκο και στην επιτροπή του ότι καμία «επισταμένη» εξέταση δεν γίνεται εντός ωρών και χωρίς στοιχεία.
Με επιστολή μου στον κ Πετράκο (5.12.2015) διαμαρτυρήθηκα έντονα για το ότι δεν ενημερώθηκα ποτέ για τη σύσταση κι αποστολή της επιτροπής, δεν κλήθηκα ποτέ να συμμετάσχω σ΄αυτήν ούτε να παρουσιάσω το εύρημα στο συμβούλιο της Εταιρείας, και μάλιστα μέχρι την έκδοση του δελτίου τύπου αγνοούσα το «πόρισμά» της(!), μολονότι διενεργώ αρχαιολογικές έρευνες υπό την αιγίδα της Εταιρείας επί δεκαπενταετία.
Μάλιστα, είχα προσκαλέσει προσωπικά τον κ. Πετράκο (όπως και τους αποδέκτες της αναφοράς μου στην αρχαιολογική υπηρεσία και το υπουργείο) στις Μυκήνες τον Αύγουστο του 2014 για να τους επιδείξω το εύρημα. Η μόνη απάντηση του κ. Πετράκου στην αναφορά και πρόσκλησή μου ήταν μια γραπτή επισήμανση «ότι σύμφωνα με τον Οργανισμό η πρώτη ανακοίνωση των ευρημάτων των ανασκαφών της Εταιρείας γίνεται από τον ίδιο στην ετήσια δημόσια συνεδρία της Εταιρείας κάθε Μάιο», το οποίο φυσικά αποδέχθηκα ανεπιφύλακτα, όπως σεβάστηκα την επιστημονική δεοντολογία.
Αν και ακαδημαϊκός επί εικοσαετία τώρα, ομολογώ πως δεν γνωρίζω άλλη περίπτωση σύστασης επιτροπής, εν αγνοία και εν τη απουσία του υπεύθυνου ερευνητή, προς αξιολόγηση των ευρημάτων του πριν από την επιστημονική δημοσίευσή τους. Θεωρώ εξίσου σκανδαλώδες το ότι συνάδελφοί μου αρχαιολόγοι δέχτηκαν να συμμετάσχουν, εν αγνοία μου και εν τη απουσία μου, σε τέτοια επιτροπή που παραβιάζει κατάφωρα τα αναφαίρετα δικαιώματα του κάθε ανασκαφέα-ερευνητή.
Η επιτροπή «εμπειρογνωμόνων» της Εταιρείας, αν θέλει, μπορεί να δει τον θρόνο ως «λεκάνη», μπανιέρα, νεροχύτη και όποιο άλλο είδος υγιεινής επιθυμεί, αλλά αυτό πρέπει να το κάνει μετά από την επιστημονική μου δημοσίευση και όχι δια δελτίων τύπου πίσω από την πλάτη μου, αλλά με αντίστοιχη επιστημονική δημοσίευση που να αντικρούει, αν αντέχει, τα ισχυρά επιχειρήματά μου.
Η αρχαιολογική αξία κάθε ευρήματος κρίνεται μετά την επιστημονική δημοσίευσή του, και κρίνεται από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα και σε βάθος χρόνου. Καμία επιτροπή «εμπειρογνωμόνων» (που παραπέμπει σε άλλες εποχές) δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον ανασκαφέα-ερευνητή, να προεγκρίνει ή να απορρίψει a priori την ερμηνεία και αξία ενός ευρήματος πριν την επιστημονική δημοσίευσή του, ή να εμποδίσει την δημοσίευση απαξιώνοντας το εύρημα προκαταβολικά.
Η επιστολή Πετράκου δεν «αδειάζει τον κ. Μαγγίδη», όπως γράφεται σήμερα σε ιστότοπους, αλλά προσβάλλει κάθε ανασκαφέα-ερευνητή που ανασκάπτει με την ομάδα του, ερευνά, ανακαλύπτει, μελετά και δημοσιεύει με συστηματικό τρόπο τα αποτελέσματα της δουλειάς του στην επιστημονική κοινότητα. Η επιστολή Πετράκου μειώνει και εκθέτει μόνον τον ίδιο και τους συμμετέχοντες σ’ αυτήν την παρωδία.
Καλώ, λοιπόν, όλους τους εμπλεκόμενους φορείς να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση, επαγγελματισμό και συναδελφικότητα και να σεβασθούν, ως οφείλουν, τον κώδικα επιστημονικής δεοντολογίας περιμένοντας με υπομονή την τελική επιστημονική δημοσίευσή μας, χωρίς να προτρέχουν και χωρίς να εκφέρουν πρόωρα και αυθαίρετα αβάσιμες κρίσεις με αποτέλεσμα να εκτεθούν ανεπανόρθωτα με δημόσιες δηλώσεις.
Τέλος, υπό το φως των πρόσφατων μονομερών ενεργειών της Αρχαιολογικής Εταιρείας εν αγνοία μου, εξηγούνται πλέον οι δυσφημιστικές και απαξιωτικές προς το πρόσωπό μου δηλώσεις που έγιναν από την κα. Α. Παπαδημητρίου, προϊσταμένη της Εφορείας Αργολίδας, εν τη απουσία μου στο εξωτερικό και εν αγνοία μου, σε ελληνικό ιστότοπο, η οποία μου αποδίδει αβάσιμα κι αναίτια τη «διαρροή» της επίσημης αναφοράς μου για το εύρημα που κοινοποίησα στις 27.7.2015 σε πέντε διαφορετικές υπηρεσίες, μολονότι δεν έχω δώσει ποτέ και καμία συνέντευξη για το εύρημά μου έως τώρα, ούτε καν μετά τη δημοσιοποίησή του από τρίτους.
Οι δυσφημιστικές αυτές δηλώσεις, για τις οποίες η υπαίτια θα λογοδοτήσει στη δικαιοσύνη, με προσβάλλουν ως άνθρωπο κι επιστήμονα, καθώς στοχεύουν στην ηθική μου απαξίωση και επιστημονική μου αποδόμηση, και, όπως φαίνεται, αποτέλεσαν τον πρόλογο για την συντονισμένη κι ενορχηστρωμένη επίθεση που τώρα δέχομαι. Πράγματι, με την επιστολή του ο κ. Πετράκος υιοθετεί την ίδια αβάσιμη δυσφημιστική κατηγορία ότι εγώ δήθεν ευθύνομαι για τη διαρροή στον Τύπο της αναφοράς μου προς τις αρμόδιες υπηρεσίες.
Ως πανεπιστημιακός καθηγητής αρχαιολογίας στο εξωτερικό που έχει εκπαιδεύσει εκατοντάδες νέους επιστήμονες, και ως αρχαιολόγος με μακρά ανασκαφική πείρα 30 ετών, δεκάδες δημοσιεύσεων και διεθνών διαλέξεων, σειρά τιμητικών διακρίσεων και ερευνητικών χορηγιών, θεωρώ πως η επιστημονική μου επάρκεια, ο επαγγελματισμός μου και το ήθος μου έχουν ήδη κριθεί από συναδέλφους επιστήμονες μεγάλου κύρους, πείρας και αρμοδιοτήτων.
Επί 15 χρόνια τώρα η ομάδα μου κι εγώ ερευνούμε, ανασκάπτουμε, μελετούμε και δημοσιεύουμε στην ακρόπολη και την Κάτω Πόλη των Μυκηνών καθώς και στην ακρόπολη του Γλα. Όλα αυτά τα χρόνια, εξασφαλίσαμε μεγάλα ερευνητικά κονδύλια εκατομμυρίων δολαρίων μόνον από το εξωτερικό, χωρίς την παραμικρή οικονομική ενίσχυση από την πολιτεία ή την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία.
Όλα αυτά τα χρόνια εκπροσωπώ επάξια την πατρίδα μου στο εξωτερικό. Έχοντας τόσα σημαντικά να κάνω ως επιστήμονας, θεωρώ χάσιμο χρόνου να αποδεικνύω το αυτονόητο ή να αντικρούω μικροψυχίες συναδέλφων που υποβιβάζουν μία τόσο σημαντική ανακάλυψη σε «τρικούβερτο καυγά» μεταξύ αρχαιολόγων.
Στη συγκεκριμένη συγκυρία που η χώρα μας πλήττεται από οικονομική, κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική κρίση, οι Έλληνες, εντός κι εκτός Ελλάδος, αντλούν δύναμη κι ελπίδα από τη θετική προβολή του ελληνικού πολιτισμού, επιστημών και τεχνών.
Το βασικό ερώτημα, συνεπώς, παραμένει: γιατί, τώρα, τέτοιος πόλεμος σε βάρος ενός τόσο σημαντικού ευρήματος για την Ελλάδα; Μήπως αυτό, τελικά, γίνεται σκόπιμα;»