Oι πτώσεις βράχων και οι αστάθειες σε περιοχές της νότιας πλευράς της Ακρόπολης, αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης ειδικών πολιτικών μηχανικών, οι οποίοι θα επιχειρήσουν να λύσουν το πρόβλημα, έπειτα από ανάθεση της Α' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
«Θα αναφερθώ εν συντομία σε ένα περιστατικό που έγινε στις 3 Ιανουαρίου 2014» ανέφερε χθες στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ), ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων, Δ. Σβολόπουλος.
Φωτ. Ηρακλής Μίλας. |
Τα προβλήματα που έχουν προκληθεί «κυρίως από τα
νερά της βροχής, τα οποία δεν είχαν σωστές απορροές, σε έναν βαθμό και από την αποχέτευση του παλιού Μουσείου της Ακρόπολης» όπως δήλωσε στο ΚΑΣ η γγ του ΥΠΠΟΑ, Λ. Μενδώνη, αφορούν δύο κυρίως περιοχές: Το μη σταθερό σχιστολιθικό πρανές στη νοτιοδυτική πλευρά του βράχου της Ακρόπολης και τον βράχο θεμελίωσης του οθωμανικού τειχίσματος, που δημιουργεί αστάθεια σε τμήμα του τείχους, με προφανή κίνδυνο κατάρρευσης.
Σφόνδυλοι του Προπαρθενώνα εντοιχισμένοι στο βόρειο τείχος. |
Αρχές του προηγούμενου αιώνα |
ξεκινήσει μαζί με την Υπηρεσία και την Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης (σσ. ΥΣΜΑ και ΕΣΜΑ) ένα πρόγραμμα ωρίμανσης μελετών και διαδικασιών για επέμβαση και στα τείχη και στα βραχώδη πρανή. Κάποια από τα έργα αυτά, ήδη, αντιμετωπίζονται στην τρέχουσα προγραμματική περίοδο, όπως το ζήτημα του τείχους ανάμεσα στην 6η και στην 7η αντηρίδα στα νότια της Ακρόπολης, που είχε έρθει πριν μερικούς μήνες στο ΚΑΣ» σημείωσε η κ. Μενδώνη.
Από την πλευρά των μελετητών, ο Δημήτρης Εγγλέζος περιέγραψε στο Συμβούλιο τα μέτρα που προβλέπεται να ληφθούν στις προβληματικές περιοχές, όπως ο καθαρισμός του πρανούς, οι καθαιρέσεις των επισφαλών βραχοτεμαχίων, η αρμολόγηση σε επιλεγμένες θέσεις, η κατασκευή παθητικών αγκυρώσεων και η διάνοιξη αποστραγγιστικών οπών.
Τέλος, ιδιαίτερα σημαντική και καίρια ήταν η παρέμβαση του καθηγητή Μανόλη Κορρέ, ο οποίος έθεσε ζήτημα διατήρησης της ιστορικότητας του ιερού βράχου, τόσο ως προς τις αρχαίες οδούς, όσο και ως προς τους γεωλογικούς σχηματισμούς (όπως τα «ξηρά σπήλαια» που βρίσκονται σε υψόμετρο περίπου 127 μέτρων και τα οποία αποτελούν σήμερα μοναδικά «αποτυπώματα» μίας πολύ μακρινής περιόδου. Με τις παρατηρήσεις του κ. Κορρέ, αλλά και τη γενική διαπίστωση ότι πρόκειται για μία πολύ καλή μελέτη, τα μέλη έδωσαν ομόφωνα τη θετική γνωμοδότησή τους.