ΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ ΛΟΡΔΟΙ ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΑ ΦΕΡΟΝΤΕΣ ΥΨΗΛΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, ΒΡΕΤΑΝΟΙ , ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΛΙΑΤΣΙΚΟ ΚΑΤΑΓΡΑΦΟΥΝ ΤΑ ΚΛΕΨΙΜΑΙΪΚΑ
|
Η Βρετανία μπορεί να παραμένει όσο θέλει ιδιοκτήτης των Γλυπτών του Παρθενώνα, ποτέ όμως δεν θα μπορέσει να γίνει η πατρίδα τους. Οι Βρετανοί μπορεί να θαυμάζουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα, πότε όμως δεν θα δακρύσουν από υπερηφάνεια, όπως κάνουμε εμείς οι Έλληνες όταν τα αντικρίζουμε.
Του Χρήστου Ιακώβου, διευθυντή του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Η κίνηση του Βρετανικού Μουσείου να δανείσει ένα μέρος των μαρμάρων του Παρθενώνα σε μουσείο της Ρωσίας έφερε εκ νέου στην επιφάνεια το γνωστό θέμα της επιστροφής των μαρμάρων στην Ελλάδα. Τα Γλυπτά μετεφέρθησαν στο Βρετανικό Μουσείο στις αρχές του 19ου αιώνα από τον τότε πρέσβη της Βρετανίας στην Κωνσταντινούπολη και τοποθετήθησαν ως μουσειακό έκθεμα το 1936. Η στερεότυπη απάντηση που δίδει κατά καιρούς το Βρετανικό Μουσείο ότι δεν προτίθεται να παραχωρήσει την κυριότητα των Γλυπτών στο Ελληνικό κράτος, πέραν της πολιτικής διάστασης του θέματος που δημιουργείται, αποκαλύπτει ένα βαθύτερο φιλοσοφικό πρόβλημα σε σχέση με τον ρόλο που παίζει το Βρετανικό Μουσείο τόσο για τον τρόπο που αποδίδει ταυτότητα στην Βρετανία όσο και για τον τρόπο που χρησιμοποιείται το «άλλο» για να προσδιορίζει την Βρετανική «υπεροχή».
Το Βρετανικό Μουσείο αποκρυσταλλώνει και συμπυκνώνει, με
πολιτιστική διάσταση, ό,τι ήταν η Βρετανία στο απόγειό της ως αποικιοκρατική δύναμη. Πολλές από τις αρχαιότητες που εκτίθενται δεν δωρίστηκαν αλλά εκλάπησαν για να εκτεθούν αργότερα στο Μουσείο και να αποτελούν σήμερα εργαλεία υπόμνησης και προβολής της δυτικής «ανωτερότητας», μία αντίληψη η οποία εξυφάνθη στους αιώνες της αυτοκρατορικής αποικιοκρατίας. Από αυτή την άποψη το Βρετανικό Μουσείο ως τρόπος σκέψης και ως θεσμός πολιτιστικής έκφανσης αποτελεί συστατικό στοιχείο του αυτοκρατορικού τρόπου όρασης του υπολοίπου κόσμου και των αυτοκρατορικών – αποικιοκρατικών μηχανισμών εξουσίας. Με άλλα λόγια το Μουσείο προσφέρει ένα πλαίσιο αξιών, ανάμεσα στις οποίες η αυτοκρατορική ισχύς και εξουσία είναι οι πιο εμφανείς. Ένας απλός επισκέπτης στο Μουσείο δεν θαυμάζει πρωτίστως τα Γλυπτά ως μέρος του κλασσικού Ελληνικού πολιτισμού αλλά θαυμάζει την ικανότητα της Βρετανίας να τα κατέχει, να τα διασώζει και να τα μελετά.
Η ουσία της Βρετανικής άρνησης να επιστρέψει τα Γλυπτά του Παρθενώνα αναλύεται εντός του άνωθεν πλαισίου ως εξής: η σύγχρονη Ελλάδα δεν μπορεί να εκπροσωπήσει την κλασικό εαυτό της γι’ αυτό πρέπει να εκπροσωπηθεί. Το Βρετανικό Μουσείο θεωρεί ότι διεκδικεί το προνόμιο να διατηρεί στη σύγχρονη ευρωπαϊκή μνήμη, μέσω της αυτοκρατορικής – αποικιακής κληρονομιάς και το «φυσικό» ρόλο της πρώην Μεγάλης Βρετανίας, την τεράστια συμβολή στην διατήρηση της κλασικής ευρωπαϊκής κληρονομιάς και να αυτοναγορεύεται σε θεσμό με «συμβολή στην σύγχρονη μάθηση», κάτι που δεν μπορεί να κάνει η σύγχρονη Ελλάδα. Αυτό καλλιεργεί την εντύπωση ότι το Μουσείο, ως δυτικός πολιτιστικός θεσμός ευρίσκεται μονίμως στην υπηρεσία, σχεδόν στις προσταγές, της κλασικής ιστορίας και αρχαιολογίας, του χρόνου και της γεωγραφίας, μετασχηματίζοντας ακατάπαυστα την ζωντανή πραγματικότητα των Γλυπτών σε όργανο ικανοποίησης αυτοκρατορικών συνδρόμων.
Η κλασική Ελλάδα σε αντιδιαστολή προς την Βυζαντινή και νεώτερη εκδοχή του ελληνισμού αποτελεί δυτικοευρωπαϊκή επινόηση και από την εποχή της αποικιοκρατίας ο αρχαιοελληνικός πλούτος υπήρξε πάντα ένα θέλγητρο ρομαντισμού και σημείο αναφοράς για την Ευρωπαϊκή κουλτούρα.
Η κλασσική Ελλάδα στην δυτική πνευματική παράδοση ερευνάται, διδάσκεται και εκφράζεται έτσι με ορισμένους διακριτούς και αναγνωρίσιμους τρόπους ούτως ώστε να δίδει νόημα και αξία στη Δύση. Η κλασσική Ελλάδα, η οποία εμφανίζεται στο Βρετανικό Μουσείο είναι ουσιαστικά ένα σύστημα αναπαραστάσεων προσδιοριζόμενο από ένα σύνολο δυνάμεων οι οποίες την φέρνουν μέσα τα όρια της δυτικής γνώσης, της δυτικής συνείδησης και αργότερα της δυτικής αυτοκρατορίας.
Η Βρετανία έχει ανάγκη την κλασική Ελλάδα γιατί την παρουσιάζει περισσότερο ως ένα εταίρο που ελευθερώνει το πνεύμα από τη στείρα εξειδίκευση και ανακουφίζει την κατάθλιψη ενός μονομερούς πνευματικού λόγου και μιας εθνικιστικής αυτοεπικέντρωσης. Κατά βάθος, μέσα από την βρετανική πολιτική άρνηση επιστροφής των Γλυπτών προβάλλει η ισχυρή αίσθηση ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι περισσότερο μέρος της Βρετανικής αυτοκρατορικής ταυτότητας παρά της σύγχρονης Ελλάδας.
Πραγματικά αναρωτιέμαι, πόσο πολιτιστικό δυναμισμό μπορεί να διαθέτει ένα κράτος όταν προσπαθεί με πολιτικά μέσα να διατηρεί την χαμένη αυτοκρατορική του αξιοπιστία διεθνώς μέσω των μαγικών εικόνων που παρέχει ο σφετερισμός αρχαιοτήτων, οι οποίες ανήκουν σε ένα άλλο πολιτισμό. Η Βρετανία μπορεί να παραμένει όσο θέλει ιδιοκτήτης των Γλυπτών του Παρθενώνα, ποτέ όμως δεν θα μπορέσει να γίνει η πατρίδα τους. Οι Βρετανοί μπορεί να θαυμάζουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα, πότε όμως δεν θα δακρύσουν από υπερηφάνεια, όπως κάνουμε εμείς οι Έλληνες όταν τα αντικρίζουμε.